προκατακλίνω

προκατακλίνω
Α
1. (σε δείπνο) καθίζω κάποιον στην πρώτη ή ανώτερη θέση τού τραπεζιού
2. σκύβω εκ τών προτέρων
3. μέσ. προκατακλίνομαι
είμαι ξαπλωμένος μπροστά από κάποιον άλλο, προκατάκειμαι*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατακλίνω/-ομαι «ξαπλώνω, πλαγιάζω, παρακάθημαι σε γεύμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • προκατάκλισις — ίσεως, ἡ, Α [προκατακλίνω] η πρώτη θέση σε δείπνο …   Dictionary of Greek

  • προκατακλινόμενος — προκατακλῑνόμενος , προκατακλίνω cause to lie down before pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατακλίνεσθαι — προκατακλί̱νεσθαι , προκατακλίνω cause to lie down before pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατακλίνων — προκατακλί̱νων , προκατακλίνω cause to lie down before pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατεκλίνοντο — προκατεκλί̱νοντο , προκατακλίνω cause to lie down before imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”