- προκατακλίνω
- Α1. (σε δείπνο) καθίζω κάποιον στην πρώτη ή ανώτερη θέση τού τραπεζιού2. σκύβω εκ τών προτέρων3. μέσ. προκατακλίνομαιείμαι ξαπλωμένος μπροστά από κάποιον άλλο, προκατάκειμαι*.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατακλίνω/-ομαι «ξαπλώνω, πλαγιάζω, παρακάθημαι σε γεύμα»].
Dictionary of Greek. 2013.